- υπεξουσιώ
- -όω, Ααξιώνω («τοῑς ὑπεξουσιοῡσιν... γίνεσθαί τι», Πέτρ. Αλεξ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να γραφεί ἐπαξιῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεξουσίῳ — ὑπεξούσιος subject to the power of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)